- θερμοσίφωνας
- Ηλεκτρική συσκευή που ζεσταίνει και παρέχει επιτόπου ορισμένο όγκο νερού και είναι χρήσιμη για οικιακές ή παρεμφερείς χρήσεις.
Οι θ. είναι δυνατόν να θερμαίνονται με στερεά, υγρά ή αέρια καύσιμα (ξύλα, κάρβουνα, πετρέλαιο, φωταέριο κλπ.), αλλά οι πιο συνηθισμένοι σήμερα είναι αυτοί που λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα και παρουσιάζονται σε δύο διαφορετικούς τύπους: τους θ. στιγμιαίας θέρμανσης του νερού (ταχυθερμοσίφωνες) και αυτούς που ζεσταίνουν αργά το νερό συσσωρεύοντας θερμότητα (κοινοί θ.). Οι πρώτοι αποτελούν συσκευή μικρών διαστάσεων, που προσαρμόζεται κατάλληλα στην παροχή του κρύου νερού. Η θέρμανση του νερού είναι άμεση και πραγματοποιείται με υψηλή αντίσταση. Οι κοινοί θ. αποτελούνται από έναν λέβητα εφοδιασμένο με κατάλληλα θωρακισμένες ηλεκτρικές αντιστάσεις, η εισαγωγή των οποίων ρυθμίζεται από τον θερμοστάτη. Οι θ. διακρίνονται σε θ. κατακόρυφου ή οριζόντιου τύπου, ενώ από την πλευρά της λειτουργίας διακρίνονται σε αυτούς που λειτουργούν υπό πίεση, σε άλλους που λειτουργούν υπό χαμηλή πίεση και, τέλος, σε εκείνους που λειτουργούν εκτός πίεσης και ελεύθερης ροής (ταχυθερμοσίφωνες).
ηλιακός θ. Ο ηλιακός θ. είναι το πλέον διαδεδομένο σύστημα αξιοποίησης της ηλιακής ενέργειας. Αποτελείται από μία μαύρη επιφάνεια, που περιέχει αγωγούς και καλύπτεται από γυαλί (συλλέκτης), και από μία μικρή δεξαμενή στην κορυφή, όπου αποθηκεύεται η θερμότητα. Πάνω από την απορροφητική επιφάνεια βρίσκεται ένα διαφανές κάλυμμα, συνήθως από γυαλί ή πλαστικό, που αφήνει τις ακτίνες του Ήλιου να περάσουν, αλλά εμποδίζει τη θερμότητα να ξεφύγει (φαινόμενο θερμοκηπίου). Ολόκληρο το σύστημα τοποθετείται στην ταράτσα ή στην οροφή ενός κτιρίου. Το υγρό μέσα στους αγωγούς θερμαίνεται από τον Ήλιο και με φυσική μεταγωγή ανεβαίνει προς τη δεξαμενή αποθήκευσης. Η θερμότητα που συλλέγεται με αυτό τον τρόπο χρησιμοποιείται για ζεστό νερό οικιακής χρήσεως. Μπορούμε να παράγουμε μεγάλη ποσότητα ζεστού νερού, αν συνδέσουμε μεταξύ τους πολλούς ηλιακούς συλλέκτες και αποθηκεύουμε το ζεστό νερό σε μεγάλες μονωμένες δεξαμενές.
* * *οειδική συσκευή για θέρμανση νερού υπό συνεχή ροή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermosiphon < thermo- πρβλ. θερμ(ο)-* + siphon (πρβλ. σίφων). Ενίοτε η λ. χρησιμοποιείται, όχι ορθώς, στον τ. τού ουδ. (το θερμοσίφωνο). Η λ. στον λόγιο τ. θερμοσίφων μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.